αστραποβολώ

αστραποβολώ
(-άω) [αστραποβόλος]
1. εκπέμπω αστραπές
2. λάμπω, ακτινοβολώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αστραποβολώ — ησα 1. βγάζω αστραπές: Από τη ζέστη αστραποβολούσε χτες τη νύχτα. 2. λάμπω, ακτινοβολώ: Τα μάτια της αστραποβολούσαν από την οργή της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερεξαστράπτω — Α (για την Εκκλησία) λάμπω με αφάνταστη δύναμη, αστραποβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐξαστράπτω «είμαι φωτεινός, αστραποβολώ»] …   Dictionary of Greek

  • αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… …   Dictionary of Greek

  • αστραποβόλημα — το [αστραποβολώ] 1. η εκπομπή αστραπών 2. η μεγάλη στιλπνότητα, η ακτινοβολία …   Dictionary of Greek

  • διαστίλβω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ 2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • εξαστράπτω — και εξαστράφτω (AM ἐξαστράπτω) [αστράπτω] είμαι φωτεινός σαν αστραπή, αστραποβολώ …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρύσσω — και μαρμαρύζω (Α) [μαρμαρυγή] 1. (για τα μάτια) ακτινοβολώ, λάμπω 2. (για τα άστρα) μαρμαίρω, σπινθηροβολώ, αστραποβολώ …   Dictionary of Greek

  • σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”